- θεωροῦσι
- θεωρέωto be apres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)θεωρέωto be apres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωροῦσ' — θεωροῦσα , θεωρέω to be a pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) θεωροῦσι , θεωρέω to be a pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) θεωροῦσι , θεωρέω to be a pres ind act 3rd pl (attic epic doric) θεωροῦσαι , θεωρέω to be a pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεύω — (ΑΜ κεραμεύω) [κέραμος] είμαι κεραμέας, κατασκευάζω πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῡντες θεωροῡσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῡ κεραμεύειν») … Dictionary of Greek
σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… … Dictionary of Greek
Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… … Dictionary of Greek